-ιμο

-ιμο
κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. -ιμον, ουδ. τής -ιμος (πρβλ. εδώδ-ιμος, σκόπ-ιμος, τρόφ-ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές -σιμο, -ξιμο, -ψιμο, οι οποίες σχηματίστηκαν με απόσπαση τού χαρακτήρα τού θ. τού αορ. (σ, ξ, ψ) και την κατάλ. -ιμο (πρβλ. σπά-σιμο < έσπασα, τρέξιμο < έτρεξα, κάψιμο < έκαψα).
Παραδείγματα λ. με αυτή την κατάληξη είναι:
βάψιμο, βράσιμο, βρέξιμο, βρίσιμο, γλείψιμο, γράψιμο, δέσιμο, διώξιμο, θάψιμο, κάψιμο, κλείσιμο, κλέψιμο, πέσιμο, πιάσιμο, πλέξιμο, πνίξιμο, ράψιμο, σκάψιμο, σκίσιμο σμίξιμο, σπάσιμο, στρίψιμο, σφάξιμο, τάξιμο, τρέξιμο, τρίξιμο, τρίψιμο, χάσιμο, χτίσιμο, ψάξιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κάψιμο — το 1. η καύση, η αποτέφρωση, η απανθράκωση 2. το οδυνηρό αίσθημα που δοκιμάζει κάποιος από την επαφή γυμνού μέρους τού σώματός του με τη φωτιά ή με καυστική ουσία 3. το σημάδι από έγκαυμα («ακόμη φαίνεται το κάψιμο τού χεριού») 4. το δυσάρεστο… …   Dictionary of Greek

  • κλέψιμο — το (Μ κλέψιμο) η ενέργεια τού κλέβω, η κλοπή, η κλεψιά. [ΕΤΥΜΟΛ. θ. κλεψ (κλέπτω) + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο, τρέξ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • κράξιμο — το (Μ κράξιμον) νεοελλ. 1. κραυγή, ιδίως ο κρωγμός κόρακα, πετεινού κ.λπ. 2. κάλεσμα ζώου, ιδίως όρνιθας 3. η απομίμηση τής φωνής διαφόρων θηραμάτων με τεχνητά μέσα ή όργανα από τους κυνηγούς 4. σκωπτικά επαναλαμβανόμενο επιφώνημα 5. γελοιοποίηση …   Dictionary of Greek

  • κτίσιμο — και χτίσιμο, το (Μ κτίσιμο[ν]) ανέγερση οικοδομής ή τοίχου («το κτίσιμο τού σπιτιού βάσταξε έναν χρόνο») 2. ίδρυση, θεμελίωση 3. απόφραξη θύρας, παραθύρου ή άλλου ανοίγματος με τοίχο («το κτίσιμο τού παραθύρου θα κόψει το κρύο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ …   Dictionary of Greek

  • ξάσιμο — το η ξάνση, το λανάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξασ τού ξαίνω (πρβλ. ξάσμα) + κατάλ. (σ)ιμο (πρβλ. γνέσ ιμο, κλώσ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • πιάσιμο — το, Ν 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πιάνω, η λήψη, η λαβή, η ανάληψη, η σύλληψη, το ἁρπαγμα, το άδραγμα («δύσκολο το πιάσιμο τού ελαφιού με τον βρόχο») 2. αφή, άγγιγμα, ψαύση («η ποιότητα τού υφάσματος φαίνεται από το πιάσιμο») 3. το… …   Dictionary of Greek

  • πλέξιμο — (I) το, Ν 1. η ενέργεια τού πλέκω, η πλέξη 2. (ειδικότερα) (υφαντ.) η παραγωγή ενός υφάσματος κατά την οποία χρησιμοποιείται ένα συνεχές νήμα ή σύνολο νημάτων που σχηματίζει σειρά από θηλειές, συνδεδεμένες μεταξύ τους 3. φρ. «πλέξιμο δικτυωτού»,… …   Dictionary of Greek

  • πταίσιμο — το / πταίσιμον, ΝΜ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πταίω, το πταίσμα, το φταίξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πταίω + κατάλ. ιμο (πρβλ. βράσ ιμο, γράψ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • σπάσιμο — το, Ν 1. το να σπάσει κάτι, θραύση, θλάση («σπάσιμο ποτηριού») 2. κάταγμα οστού («έχει σπάσιμο στο γόνατο») 3. κήλη 4. ρήξη τού παρθενικού υμένα 5. υπερβολική κούραση 6. φρ. «σπάσιμο νεύρων» ή, απλώς, «σπάσιμο» πρόκληση εκνευρισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • φτ(ε)ιάξιμο — το, Ν φτ(ε)ιάσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτειαξ τού αορ. έ φτειαξ α τού ρ. φτειάχνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο, ψάξ ιμο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”