- -ιμο
- κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. -ιμον, ουδ. τής -ιμος (πρβλ. εδώδ-ιμος, σκόπ-ιμος, τρόφ-ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές -σιμο, -ξιμο, -ψιμο, οι οποίες σχηματίστηκαν με απόσπαση τού χαρακτήρα τού θ. τού αορ. (σ, ξ, ψ) και την κατάλ. -ιμο (πρβλ. σπά-σιμο < έσπασα, τρέξιμο < έτρεξα, κάψιμο < έκαψα).Παραδείγματα λ. με αυτή την κατάληξη είναι:βάψιμο, βράσιμο, βρέξιμο, βρίσιμο, γλείψιμο, γράψιμο, δέσιμο, διώξιμο, θάψιμο, κάψιμο, κλείσιμο, κλέψιμο, πέσιμο, πιάσιμο, πλέξιμο, πνίξιμο, ράψιμο, σκάψιμο, σκίσιμο σμίξιμο, σπάσιμο, στρίψιμο, σφάξιμο, τάξιμο, τρέξιμο, τρίξιμο, τρίψιμο, χάσιμο, χτίσιμο, ψάξιμο.
Dictionary of Greek. 2013.